- πολλαγόρασος
- πολλᾰγόρᾰσος, ον,A = ὁ πολλὰ ὠνούμενος, Pherecr.126.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολλαγόρασος — ον, Α αυτός που αγοράζει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο) τού επιθ. πολύς* + αγοράζω] … Dictionary of Greek
πολλαγόρασον — πολλαγόρασος masc/fem acc sg πολλαγόρασος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)